υδρομεταλλικός

υδρομεταλλικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μεταλλικά ή ιαματικά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + μεταλλικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”